- κρυερός
- -ή, -ό, θηλ. και -ά (AM κρυερός, -ά, -όν)νεοελλ.-μσν.λίγο ψυχρός, δροσερός, όχι πολύ θερμός(μσν-αρχ.) (κυριολ.-μτφ.) ψυχρός, παγερός (α. «κρυερὸς νέκυς», Σιμων.β. «δόμον κρυεροῡ Ἀΐδαο», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος (ΙΙ) + κατάλ. -ερός (πρβλ. γλυκ-ερός, σκι-ερός)]. Η σύνδεση με αρχ. ινδ. krūrά-, αβεστ. xrura «γδαρμένος, αιμόφυρτος» και λατ. crudus δεν φαίνεται πειστική].
Dictionary of Greek. 2013.